Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Ο μπαρμπα-Μήτσος και οι καραμέλες του

Μεταξύ των δύο προηγουμένων δημοσιεύσεων τάσσομαι σαφέστατα υπέρ του πρώτου άρθρου. Το άρθρο του Μανδραβέλη δεν αποτελεί Βίβλο, αλλά μία απλουστευμένη μορφή κοινωνικής αφύπνισης. Σκοπός του προφανώς δεν είναι να αποτελέσει θεμέλιο λίθο της φιλελεύθερης ιδεολογίας (ή βόμβα στα θεμέλια των κοινωνικών δικαιωμάτων κατά τον Χωμενίδη), αλλά να βοηθήσει τον μέσο Έλληνα να συνειδητοποιήσει την στραβή ρότα που αρμένιζε. Λογικές όπως η κεντρική φιλοσοφία του άρθρου του Χωμενίδη τείνουν να προσφέρουν ψυχολογικό άλλοθι στις εξόφθαλμες ανορθολογικές συμπεριφορές που αποτελούν τροχοπέδη στην δημιουργία ή εξέλιξη μίας υπεύθυνης κοινωνίας.

Προφανώς και δεν φταίει κυρίως η συμπεριφορά του «να κρύψω 15 ευρώ από την εφορία» για την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, προφανώς και οι πολιτικοί χειρισμοί είναι οι βασικοί υπεύθυνοι αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε ότι έχουμε δημοκρατία και στη δημοκρατία ο λαός είναι υπεύθυνος. Εμείς τους εκλέξαμε, εμείς ήμασταν οι εργοδότες τους και άρθρα σαν του Χωμενίδη αποτέλεσαν διαμορφωτές μιας κοινής γνώμης που προσέφερε ηθική/κοινωνική νομιμοποίηση. Με λίγα λόγια λοιπόν καλά κάνει και θέλει η κόρη του Μπάρμπα το αυτοκινητάκι της, το ποτό της κτλ, μόνο που πρέπει να το αγοράσει χωρίς δανεικά, με λεφτά που έβγαλε από τη δουλειά της και όχι από την πλασματική κοινοτική επιδότηση που παίρνει ο μπαμπάς από τους κουτόφραγκους…

Όσο για τη δεύτερη καραμέλα, φυσικά και δεν είναι ώρα για πανηγυρισμούς λόγω της μοναδικής ευκαιρίας. Τα μέτρα είναι κοινωνικά άδικα και θα δημιουργήσουν τεράστιες τριβές στη δομή της κοινωνίας. Είναι μέτρα μονομερή, που στοχεύουν μόνο συγκεκριμένες ομάδες και δεν προβλέπουν κάποιου είδους μορφή ανάπτυξη. Το γεγονός αυτό όμως δεν πρέπει να μας οδηγήσει στον ωχαδερφισμό και στα μοιρολόγια αλλά στη δίψα για υπερηφάνεια, ομοψυχία, συνεργασία, εργατικότητα και παραγωγικότητα (επιτέλους). Μια δίψα που θα αποτελέσει τον οδηγό για δουλειά και πρόοδο.

Αυτή είναι η ευκαιρία και όποιος θέλει θα ακολουθήσει, όποιος δεν θέλει μπορεί να διώξει κανα κρουαζιερόπλοιο από τα λιμάνια μας για να κάνει τη μούρη κρέας στο κεφάλαιο.

Οι καραμέλες της ντροπής

Μετά από παρότρυνση μιας φίλης διάβασα το παρακάτω άρθρο - απάντηση του Χρήστου Χωμενίδη στην προηγούμενη δημοσίευση του Πάσχου Μανδραβέλη.

Δυo καραμέλες πιπιλάνε τον τελευταίο καιρό κάποιοι που είναι -είτε περνιούνται για- διαμορφωτές της κοινής γνώμης, ακόμα και για πνευματικοί ταγοί. Η πρώτη αφορά τη συλλογική ευθύνη των Ελλήνων για τη σημερινή κατάντια. «Όλοι δεν κλέψαμε» ρωτάνε «ποιός λίγο, ποιός πολύ την εφορία; Όλοι δεν ενισχύσαμε στην πράξη αισχρούς θεσμούς όπως το φακελάκι ή το γρηγορόσημο; Όλων μας η αδρεναλίνη δεν εκτινάχθηκε στα ύψη με τους Ολυμπιακούς Αγώνες; Εμείς, εν τέλει, δεν αναδείξαμε διά της ψήφου μας τις ηγεσίες που οδήγησαν το εθνικό σκάφος στα βράχια; Ας κάτσει λοιπόν τώρα ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του και ας κωπηλατήσει αγόγγυστα μέχρι το τέλος της ζωής του, αφού πρώτα αυτομαστιγωθεί και ικετέψει γοερά τη συγγνώμη των ουρανών ή έστω των παιδιών του…»

Τέτοια αντίληψη δεν επικράτησε ούτε μετά από τη συντριβή του Τρίτου Ράιχ. Κανένας δεν κατέστησε τον ταπεινό θείο Γιόχαν απ’το Ντύσσελντορφ συνένοχο του Αδόλφου Χίτλερ, όπως συμβαίνει σήμερα με τον μπάρμπα Μήτσο από τα Γρεβενά, που υποδεικνύεται αν όχι ως η ρίζα του κακού, ως η αναγκαία τουλάχιστον προϋπόθεσή του, εφόσον δεν αντέδρασε εγκαίρως στη σαπίλα. Τι δεν αντέδρασε; Ενσωματώθηκε σε αυτήν, ροκανίζοντας στο μέτρο των δυνάμεων του τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις! Όφειλε δηλαδή ο μπάρμπα Μήτσος απ’τα Γρεβενά να κλείσει τα αυτιά του στις σειρήνες (που τραγουδούσαν επί τριάντα χρόνια στη διαπασών) και να κάνει το κορμί του κυματοθραύστη της διαφθοράς…

Αν πεις δε για την κόρη του, εκείνη κι αν ευθύνεται για τη χρωκοπία του δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων: Παρέδιδε επί χρόνια ιδιαίτερα μαθήματα έναντι δεκαπέντε ευρώ την ώρα δίχως να κόβει αποδείξεις! Η δήλωση εισοδήματός της ήταν σχεδόν μηδενική. Τόλμησε να πιστέψει –ποια; η θυγατέρα ενός επαρχιώτη μικρεμπόρου- πως δικαιούται να’χει το αυτοκινητάκι της, να βγαίνει κάπου-κάπου για ποτό, να πηγαίνει διακοπές. Έχαψε –οποία αφέλεια- το παραμύθι της «ισχυρής Ελλάδας», που έχει οριστικά ξεφύγει απ’τη μιζέρια του παρελθόντος. Ήρθε λοιπόν ο καιρός να πεινάσει, για να μάθει να μην εμπιστεύεται πλέον κανέναν. Ούτε καν τον εαυτό της.


Θα ισχυριζόμουν πως η καραμέλα της συλλογικής ευθύνης είναι ό,τι πιο ισοπεδωτικό και άρα πρόστυχο: Εξομοιώνει ηθικά τον εγκληματία μεγαλοπρομηθευτή του δημοσίου και τον πολιτικό συνέταιρό του με τον απλό πολίτη-μικροπαραβάτη. Επιμερίζει την ενοχή. Όλοι μαζί να ριχτούμε στην κόλαση. (Κάποιοι, τυχαία είτε μοιραία, θα πέσουν στα μαλακά…) Και όλοι να λάβουμε άφεση αμαρτιών, εάν κάποτε γυρίσει ο τροχός.


Θα το ισχυριζόμουν άμα δεν υπήρχε η δεύτερη καραμέλα: Το να βαφτίζεται γενικώς και αδιακρίτως η κρίση ευκαιρία και να παρουσιάζονται τα εξουθενωτικά μέτρα περίπου σαν τις αναζωογονητικές αφαιμάξεις που πραγματοποιούσαν οι μεσαιωνικοί γιατροί. «Η φτώχεια» σε διδάσκουν «θα μας συνεφέρει. Θα μας βγάλει από τον καταναλωτικό λήθαργο. Θα ενισχύσει τη δημιουργικότητά μας. Σε χαλεπούς άλλωστε καιρούς δεν μεγαλουργήσαμε;»


Δεν χρειάζεται να είσαι φωστήρας της ιστορίας ή της κοινωνιολογίας για να τους απαντήσεις πως όχι: Η φτώχεια δεν ωφέλησε ποτέ κανέναν. Φτώχεια σημαίνει λιγότερες επιλογές, μικρότερη ελευθερία. Ο φτωχός δεν μπορεί ούτε να ταξιδέψει ούτε να σπουδάσει ούτε καν να χωρίσει. Τα φτηνά προϊόντα -υλικά και πνευματικά- είναι πλην εξαιρέσεων και φτηνιάρικα. Οι σπουδαίοι καλλιτέχνες, στοχαστές, επαναστάτες σπανίως πένονταν. Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι ζούσε τυχοδιωκτικά αλλά μποέμικα, κάνοντας αρπαχτές από φεουδάρχες. Ο Κάρολος Μάρξ δεν θα’χε ποτέ γράψει το «Κεφάλαιο», εάν δεν τον υποστήριζε ο βιομήχανος Ένγκελς. Το ταλέντο ενός παιδιού που γεννιέται στην ένδεια, κατά κανόνα πάει στράφι. Και αν όντως σε περιόδους βαθιάς κρίσης καταγράφονται υπερβάσεις, ηρωισμοί, παλλαϊκή ανάταση, αυτό συμβαίνει διότι προβάλλεται και υπηρετείται το όραμα ενός καλύτερου μέλλοντος, μιάς κοινωνίας πιο δίκαιης, απαλλαγμένης σίγουρα από τη φτώχεια.


Στη ζοφερή συγκυρία που μας έλαχε, έχουμε επείγουσα ανάγκη –προτού κατασπαράξει ο ένας τον άλλον- από ένα πειστικό σχέδιο ανάκαμψης, μία ρεαλιστική ελπίδα, μια καινούργια αφήγηση. Και πάντως όχι από τύπους που κουνάνε αφ’υψηλού το δάχτυλο και μας κερνάνε καραμέλες-χρυσωμένα χάπια, τόσο ωφέλιμα κι ανακουφιστικά όσο και το αλάτι πάνω στην πληγή.-

www.protagon.gr

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Ο μπαρμπα-Μήτσος από τα Γρεβενά

Ακολουθεί ένα άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη.

Ο μπαρμπα-Μήτσος από τα Γρεβενά διατηρούσε ένα μικρό μαγαζάκι. Δούλευε Κυριακές και υπερωρίες χωρίς να πληρώνεται. Έκλεβε λίγο στο ζύγι –«για να τα φέρνει βόλτα»–, δήλωνε στην εφορία όσα ακριβώς χρειαζόταν για να μην πληρώνει, αλλά «ποιος δεν κάνει το ίδιο;». Μεγάλωσε δυο παιδιά, τα σπούδασε και περιμένει να διοριστούν στο δημόσιο. Το μαγαζί έτσι κι αλλιώς δεν έχει μέλλον. Τώρα το έχει στο όνομα της γυναίκας του, για να συμπληρώνει τη σύνταξή του. Γι’ αυτή τη σύνταξη πλήρωσε πολλά στο παλιό Ταμείο Εμπόρων και νυν ΟΑΕΕ. Κάθε πρώτη του μηνός, επί 45 έτη, περνούσε ο εισπράκτορας...

Όποτε ο μπαρμπα-Μήτσος πήγαινε στο καφενείο, κάποιος του σφύριζε για τους εθνικούς κινδύνους που απειλούν τη χώρα. Όλοι –και ειδικά οι Τούρκοι– εξοπλίζονταν. Έτσι ο μπαρμπα-Μήτσος αγρίευε. Του τριβέλιζαν τ’ αυτιά για την ανισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και αυτός, ρητορικά τουλάχιστον, πλειοδοτούσε: «F15 οι Τούρκοι; F16 εμείς. Εκατό άρματα μάχης οι Τούρκοι; Διακόσια εμείς». Το περίεργο ήταν ότι όσα περισσότερα όπλα ήθελε ο μπαρμπα-Μήτσος, τόσα περισσότερα χρειάζονταν. Κάθε μέρα η ανισορροπία στο Αιγαίο χειροτέρευε. Και δώσ’ του φρεγάτες και δώσ’ του υποβρύχια. «Πάνω απ’ όλα η πατρίς» έλεγε, αλλά έκανε και δεύτερες σκέψεις: «Σάμπως θα τα πληρώσω εγώ; Να πληρώσουν αυτοί που έχουν. “Το κεφάλαιο”, που ’λεγε και ο Μπάμπης ο αριστερός».

Κάπως έτσι ψήθηκε και για την «Ολυμπιακή». Ένα εκατομμύριο την ημέρα κόστιζε, αλλά μόλις τον ρώτησαν «θες εθνικό αερομεταφορέα;», αμέσως απάντησε «ναι». Μπορεί να μην είχε δει αεροπλάνο στη ζωή του αλλά η λέξη «εθνικός» τον γαργαλούσε. Εξάλλου, όπως είχε πει και ο Μπάμπης ως έσχατο επιχείρημα για τη χρησιμότητα του κρατικού αερομεταφορέα, αν μας την έπεφταν οι Τούρκοι δεν έπρεπε να έχουμε πρόχειρα μερικά αεροπλάνα για να μεταφέρουν το στρατό μας στα νησιά;
Για εθνικούς λόγους τάχθηκε αναφανδόν και υπέρ της Ολυμπιάδας. Όταν τον ρώτησαν «θες να γυρίσουν οι Ολυμπιακοί στη χώρα που τους γέννησε;» αμέσως συγκινήθηκε: «Θέλει και ρώτημα; Μας ανήκουν και είναι απορίας άξιον πώς δεν γύρισαν ακόμη». Έβρισε την Κόκα-Κόλα και τους Αμερικανούς που μας έκλεψαν τη centennial Ολυμπιάδα του 1996, αλλά ανατρίχιασε όταν το 1997 ο μακαρίτης Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ είπε με σπαστά αγγλικά “and the city izzz... ATHENS!”. Ο μπαρμπα-Μήτσος ανήκε στο 97% των Ελλήνων που απαντούσε καταφατικά στις δημοσκοπήσεις για τους Ολυμπιακούς που μας ανήκουν.

Φυσικά, χάρηκε τόσο πολύ για τα μετάλλια της άρσης βαρών και για τα «ιπτάμενα παιδιά του», που χειροκροτούσε όταν η «πατρίς ευγνωμονούσα» τους προσλάμβανε τιμητικά στο δημόσιο. «Τόσοι και τόσοι μπαίνουν» σκέφτηκε, «στους ελλαδονίκες, βαλκανιονίκες, ολυμπιονίκες κ.λπ. θα κολλήσουμε;»

Κάθε λίγο και λιγάκι κάποιοι εθνικοί, κοινωνικοί, πολιτιστικοί λόγοι ορθώνονταν για να ξοδεύει το κράτος περισσότερα. Πολιτικοί, συνδικαλιστικοί, πνευματικοί ταγοί της χώρας συμφωνούσαν στα παράθυρα της τηλεόρασης «για την αναγκαιότητα ίδρυσης κάποιων φορέων» ή την «ανάγκη ενίσχυσής τους, επειδή παράγουν πλούσιο και σημαντικό έργο», το οποίο χρειάζεται η πατρίς. Οι βουλευτές πλειοδοτούσαν στο καφενείο για «έργα πνοής στην περιφέρεια, που θα αλλάξουν το πρόσωπο του νομού», αρκεί να τους εξέλεγαν. «Είναι δυνατόν να έχει κέντρο γούνας η Καστοριά και να μην έχουμε ένα Ινστιτούτο Μελέτης Ξύλου στα Γρεβενά, εμείς που έχουμε τόσα κωνοφόρα δένδρα;» του έλεγαν κι εκείνος έβρισκε αμέσως δίκιο στο αίτημα: «Έλα ντε! Είναι δυνατόν να μας ρίχνουν έτσι;».

Κατά καιρούς, στα δίκαια αιτήματα του δικού του νομού προστίθεντο και άλλα δίκαια αιτήματα άλλων νομών ή και πιο απομακρυσμένων. Στην Κοζάνη ζητούσαν κέντρο μελισσοκομίας επειδή είχε η Νάουσα, και στην Αθήνα –κέντρο των γραμμάτων και των τεχνών– όλο και κάποιος φορέας με «πλούσιο και σημαντικό έργο» χρεοκοπούσε κι έπρεπε το κράτος να τον συνδράμει. Ο μπαρμπα-Μήτσος δεν είχε σχέσεις ούτε με τη μελισσοκομία ούτε με τα γράμματα, αλλά άκουγε τους ταγούς του έθνους και (στην καλύτερη περίπτωση) σιωπούσε. Εξάλλου, αυτός θα τα πλήρωνε; «Να πληρώσει το κεφάλαιο» που ’λεγε και το ΚΚΕ.
Έτσι, δεν μίλησε όταν ξαναστήθηκε η αγροφυλακή. Ήξερε ότι δεν χρειαζόταν, αλλά πάλι ψυχοπόνεσε όταν έμαθε ότι σε κάποιους υποσχέθηκαν πρόσληψη το 1993 (για να κάνουν αυτό που δεν χρειαζόταν) και μέχρι το 2006 δεν είχαν αρχίσει να πληρώνονται. Τι πάει να πει «δεν έχουν αντικείμενο»; Να γίνουν «οικολογική αστυνομία», όπως είπε κι ένας πολιτικο-πνευματικός ταγός του έθνους.

Ο μπαρμπα-Μήτσος ψυχοπονούσε με κάθε «δίκαιο αίτημα» και όλα τα αιτήματα ήταν δίκαια. Όποτε τον ρωτούσαν «να βγει η κυρα-Μαρία στη σύνταξη στα 50, επειδή πριν χρόνια έκανε τρία παιδιά;», εκείνος απαντούσε «ναι» ή δεν μιλούσε. Βλέπετε, τον αγριοκοίταζε και ο Μπάμπης ο Κουκουές στο καφενείο. Αυτός πάλι δεν το ’χε σε τίποτε να τον κράξει ως «νεοφιλελεύθερο», αν τολμούσε να ρωτήσει, «μα πρέπει να παίρνουν σύνταξη και οι κόρες των δημοσίων υπαλλήλων;». Ο μπαρμπα-Μήτσος δεν ήξερε τι σημαίνει η λέξη «νεοφιλελεύθερος», αλλά του ’χαν πει ότι είναι ο «ανάλγητος», λέξη που επίσης δεν γνώριζε.
Έτσι, κάθε φορά ο μπαρμπα-Μήτσος συναινούσε. Και για τα μικρά και για τα μεγάλα. «Να κάνουμε Εθνικό Κέντρο Χορού;» «Ε, άμα είναι “εθνικό” να το κάνουμε».
«Να κάνουμε Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης;» «Ε, άμα είναι ευρωπαϊκό, θέλει και ρώτημα;»
«Να δώσουμε επιδοτήσεις σε κάποιους που δηλώνουν επιχειρηματίες για να υπερτιμολογήσουν και τα μηχανήματα και να βοηθήσουν την ανάπτυξη;» «Μα τι λέτε; Η ανάπτυξη πάνω απ’ όλα».
«Ξέρεις, φωνάζουν κάτι αγρότες της Θεσσαλίας. Φυτεύουν βαμβάκι που δεν αγοράζει κανένας. Να τους δώσουμε 500 εκατομμύρια, όπως λέει ο βουλευτής τους, που είναι και υπουργός Γεωργίας;» «Φυσικά! Εγώ μόνο ξέρω πόσο σκληρή είναι η ζωή του αγρότη. Ο πατέρας μου ξεροστάλιαζε ολημερίς στο λιοπύρι».
«Ξέρεις, το λιμάνι δεν βγαίνει κι αποφασίσαμε να το δώσουμε στους Κινέζους. Γκρινιάζουν, όμως, οι λιμενεργάτες που θα χάσουν 50-100 χιλιάρικα το χρόνο. Να τους δώσουμε κανένα 250άρι χιλιάρικα στον καθένα να πάν’ στην ευχή της Παναγίας, για να μη δημιουργηθεί κοινωνικό πρόβλημα;» «Δώσ’ τα, να μην έχουμε κοινωνικές εντάσεις, που λέει κι ο Μπάμπης».
«Πρέπει να δώσουμε και την Ολυμπιακή. Κοστίζει πολλά... Να χρυσώσουμε το χάπι στους εργαζόμενους βγάζοντάς τους στη σύνταξη στα 45, με 2-3 χιλιάρικα το μήνα;» «Μα για 1,16 δισ. θα κάνουμε τώρα θέμα; Παρακαλώ...»
«Το ποδόσφαιρο είναι το παιγνίδι του λαού, αλλά οι ΑΕ που το διαχειρίζονται έχουν πολλά χρέη. Να τους ξελασπώσουμε με μια ρύθμιση;» «Καλά, εισιτήρια δεν κόβουν; Τηλεοπτικά δικαιώματα δεν εισπράττουν;» «Πώς! Παίρνουν, αλλά κάνουν κι ακριβές μεταγραφές. Για σένα, βρε χαζέ... Για να έχεις καλό θέαμα και νίκες στην Ευρώπη». «Να τα ρυθμίσουμε. Εξάλλου, οι περισσότερες ΠΑΕ είναι θρησκεία. Όπως επιδοτούμε την ορθόδοξη, έτσι και τον ΠΑΟΚ. Μη μας πουν ότι δεν είμαστε κι ανεξίθρησκοι».
«Μια κι ανέφερες τα τηλεοπτικά δικαιώματα, ξέρεις, και τα κανάλια δεν βγαίνουν. Μην τους ζητάμε τώρα να πληρώσουν και τις συχνότητες που καταπάτησαν. Έχουν κι ένα προβληματάκι με χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία και κάποια κρούσματα φοροδιαφυγής. Να τα ρυθμίσουμε για χάρη της πολυφωνίας και της υγιούς δημοκρατίας;» «Ε, άμα είναι για την πολυφωνία της Μενεγάκη και του Ψινάκη, να το κάνουμε. Έτσι κι αλλιώς τζάμπα τους κάνω χάζι κάθε μέρα».

Μ’ αυτά και μ’ αυτά περνούσε ο καιρός και ο αφανής λογαριασμός μεγάλωνε. Ο ένας υπουργός έφτιαχνε αγροτικό κανάλι. Προς δόξα της πολυφωνίας πλήρωνε 68 δημοσιογράφους, άσχετα αν το κανάλι δεν λειτούργησε ποτέ. Ο άλλος είχε συστήσει επιτροπές διανομής της αλληλογραφίας: «Ξέρετε πόσα λίγα παίρνει ένας άνθρωπος του υπουργού για να τρέχει όλη μέρα;». Κάποιος άλλος είχε κάνει προαστιακό σιδηρόδρομο στη Θράκη, όπου όλως τυχαίως εκλεγόταν. Διόρθωσε μια ιστορική αδικία, είπε. Κάθε υπουργός έφτιαχνε μερικούς φορείς. Έστηνε μια συνέντευξη τύπου για να διαλαλήσει πόσο πλούσιο και αναγκαίο έργο θα προσφέρει και προσλάμβανε κάποιους για να τον στελεχώσουν – «τόσα χρόνια σπούδασαν τα παιδιά, πού αλλού θα μπορούσαν να δουλέψουν;». Και ο μπαρμπα-Μήτσος δεν γκρίνιαζε. Μπορεί κάποια πράγματα να του φαίνονταν υπερβολικά, αλλά όλα κάποιον ευγενή ή ανώτερο σκοπό εξυπηρετούσαν. Όσο για τα λεφτά, κανένα πρόβλημα. «Έχει ο Θεός!» σκεφτόταν. Θεός στη σύγχρονη Ελλάδα είναι το κράτος.

Κάποιο πρωί, όμως, εμφανίστηκαν στην πόρτα του τρεις ξανθόμαλλοι με ξενικά ονόματα. «Ξέρετε, χρωστάτε 30.000 ευρώ» του είπαν. «Εγώ;» ψέλλισε αποσβολωμένος ο μπαρμπα-Μήτσος. «Εσύ κι όλο σου το σόι» αγρίεψαν αυτοί. «Τριάντα χιλιάρικα εσύ και τριάντα η σύζυγος. Συν εξήντα των δύο παιδιών σας, 120.000. Έχεις και τέσσερα εγγόνια; Τελικό σύνολο 240.000». «Μα χρωστάνε και τα μωρά;» ξαναρώτησε ο μπαρμπα-Μήτσος. «Κυρίως αυτά» του απάντησαν βλοσυροί.
Τώρα ο μπαρμπα-Μήτσος βρίσκεται στο Σύνταγμα. Μουντζώνει τη Βουλή και φωνάζει «κλέφτες». Κοίταξε τους λογαριασμούς, για τους οποίους τόσο καιρό αδιαφορούσε, και βρήκε ότι αρκετοί από τους εθνικούς, κοινωνικούς, και πνευματικούς ταγούς ήταν ευαίσθητοι με το αζημίωτο. Δεν ξέρει, όμως, ή δεν θέλει να ακούσει ότι τα κλοπιμαία είναι μόνο ένα μικρό κλάσμα των 300 δισ. που χρωστά αυτός, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ένα μεγάλο μέρος έγιναν έργα. Πολλά ήταν χρήσιμα, κάποια ήταν άχρηστα, αλλά όλα ήταν υπερτιμολογημένα. Οι εργολάβοι δεν έφτιαχναν μόνο δρόμους, χρηματοδοτούσαν και την περισσότερη πολυφωνία που υπήρξε ποτέ στην παγκόσμια ιστορία.
Ένα άλλο, μεγάλο επίσης, κομμάτι είναι οι «ευαισθησίες» που του καλλιεργούσαν. Κάποιες από αυτές χρειάζονταν. Η παιδεία, η υγεία, η προστασία των πραγματικά αδυνάτων. Άλλες, πάλι, ήταν εμμονές μιας γενιάς που δεν έζησε όπως έπρεπε τα σίξτις κι αποφάσισε με τα λεφτά του μπαρμπα-Μήτσου να ζει την καρικατούρα τους. Για παράδειγμα, όποτε μπούκαραν οι χουλιγκάνοι στα πανεπιστήμια και τα κατέστρεφαν, κανείς δεν γκρίνιαζε για το λογαριασμό. «Τα εργαστήρια ξαναφτιάχνονται, μπαρμπα-Μήτσο» του ’λεγαν. «Αν χαθεί το άσυλο, χανόμαστε όλοι». Στο κάτω-κάτω της γραφής, τα παιδιά πάλευαν για δημόσια και ισχυρή παιδεία, που ’λεγε και ο κυρ-Αλέκος.

Έτσι, λοιπόν, ο μπαρμπα-Μήτσος βρέθηκε στο Σύνταγμα να βρίζει τους πολιτικούς, επειδή του έκαναν τα χατίρια. Το περίεργο είναι ότι μαζί μ’ αυτόν βρίσκονταν και όλοι εκείνοι που του ζάλιζαν τ’ αυτιά «να κάνουμε το ένα και να πληρώσουμε το άλλο». Δεν μπορούσε να λείπει και ο Μπάμπης ο αριστερός. Αυτός φώναζε περισσότερο απ’ όλους. Μόλις είδε τον μπαρμπα-Μήτσο, του άνοιξε μεγάλη αγκαλιά. «Τα τιμημένα γηρατειά είναι πάντα μπροστά στους ταξικούς αγώνες. Ήρθε η ώρα, μπαρμπα-Μήτσο, να παλέψουμε για τα κοινωνικά μας δικαιώματα. Για να ξεπεράσουμε την κρίση πρέπει να προσλάβουμε άλλους 100.000 στο Δημόσιο...»
«Για περίμενε, ρε Μπάμπη» αντιμίλησε για πρώτη φορά ο μπαρμπα-Μήτσος. Ποιος θα τους πληρώσει αυτούς;»
«Μα το κεφάλαιο» απάντησε με ταξική υπερηφάνεια το επαγγελματικό στέλεχος του κόμματος.
«Ποιο κεφάλαιο, ρε Μπάμπη; Εδώ κρουαζιερόπλοιο δεν πλησιάζει στον Πειραιά, επειδή εσείς στήνετε καθημερινά μπλόκα. Θα έρθει το κεφάλαιο να βάλει λεφτά στην Ελλάδα;»
«Έ, όχι και να αλωνίζουν τη χώρα οι επενδυτές, μπαρμπα-Μήτσο! Είπαμε: η κρίση είναι καπιταλιστική και οι καπιταλιστές πρέπει να πληρώσουν. Είναι δεν είναι εδώ. Για την αναδιάρθρωση του χρέους πήρε τίποτε τ’ αυτί σου;»

www.athensvoice.gr και www.medium.gr